σύμφυρση

σύμφυρση
η /σύμφυρσις, -ύρσεως, ΝΜΑ [συμφύρω]
1. συμφυρμός
2. (κατ' επέκτ.) σύγχυση («καθαροὺς ποιεῑν τῆς αἰρετικῆς συμφύρσεως», Στουδ. Θεόδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συμφυρμός — συμφυρμός, ο και σύμφυρση, η ανάμειξη, ανακάτωμα: Η σύνταξη αυτού του ρήματος προκύπτει από σύμφυρση των συντάξεων άλλων ρημάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασύμφυρτος — η, ο (AM ἀσύμφυρτος, ον) [συμφύρω] 1. χωρίς σύμφυρση, αμιγής, καθαρός 2. χωρίς ακαταστασία, τακτικός …   Dictionary of Greek

  • συνανάφυρσις — ἡ, Μ [συναναφύρω] σύμφυρση, ανάμιξη μαζί με κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • σύμφυρτος — η, ο / σύμφυρτος, ον, ΝΜΑ, και συμφυρτός, ή, ό, Ν [συμφύρω] αυτός που προέρχεται από σύμφυρση, ανακατεμένος, ανάκατος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”